Η ημέρα που ο Λόρδος Γκούσταφσον δήλωσε -για 276η φορά και με τη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει σε έναν λόρδο ενώ ανακατεύει το τσάι του- ότι οι μέρες που είχε τον έλεγχο του Δουκάτου του ήταν μεν όμορφες αλλά δεν τον αφορούν πια, καθότι πολύ τον είχε κουράσει η ενασχόληση με την πλέμπα και ο ίδιος επέλεξε να παραιτηθεί των αξιωμάτων του, ήταν η ημέρα εκείνη που ο Χριστόδουλος δήλωσε ότι αρχικά ήθελε να γίνει μανάβης και ο Μαραντόνα ότι δεν ήθελε να γίνει κοκάκιας..
Η χαρά του Γκούσταφσον κάθε φορά που άκουγε τα πλήθη να κραυγάζουν: "Λόρδε θεέ, πάρε το Δουκάτο, οεοεοε" δε συγκρίνονταν ούτε με τη χαρά που θα έκανε ο 7χρονος παρθένος παπαγάλος μου, αν έβρισκε γκόμενα. Ένα μικρό μειδίαμα εμφανίζονταν στο πρόσωπο του, φανερώνοντας για λίγο ότι, όχι, αυτός ο λόρδος δεν λειτουργεί με μπαταρίες, μα όλα αυτά μέχρι ο Λόρδος να καταπιεί το μειδίαμα καθώς και κάθε άλλη έκφραση που ενδεχομένως να αποκάλυπτε την ανθρώπινη υπόσταση του. Σε τελική ανάλυση του αρκούσε η αγάπη του λαού του, την οποία και φρόντιζε να διατηρεί ζωντανή.
Μόλις εκείνοι τον ξεχνούσαν, εκείνος φρόντιζε να τον ξαναθυμηθούν. Έκανε μια μικρή, πλην περιεκτική δήλωση, σχετικά με τις μέρες που διαφέντευε το δουκάτο του, υπενθύμιζε σε όλους ότι, τότε, οι πηγές ανάβλυζαν τσέρι, τα τραπέζια ήταν γεμάτα πλούσια εδέσματα, τα κρεβάτια έσφυζαν από πάθος και οι Σμίθς έπαιζαν τουλάχιστον μια φορά το τρίμηνο ζωντανά στο Ολυμπιακό στάδιο του Χωριού, που ο ίδιος έχτισε. Μετά από όλα αυτά δήλωνε ότι κουράστηκε να προσφέρει στους άλλους και επιθυμούσε πλέον να ασχοληθεί με τον εαυτό του, τον ευνούχο γάτο του και το κυνήγι της αγριόχηνας. Στην συνέχεια, έτριβε τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση και περίμενε να αρχίσουν και πάλι τα παρακάλια. "Λόρδε θεέ, πάρε το Δουκάτο, οεοεοε!"
Ο Λόρδος τρέφονταν από τη βλακεία των υπηκόων του, όπως ακριβώς τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα. Το μόνο που έκανε το πεθαμένο του πουλί να σηκώνεται ήταν οι κραυγές του πλήθους. Η αγάπη του κόσμου που ονειρεύονταν και πάλι τον Λόρδο να τους κυβερνά, ξεχνώντας ότι εκτός των όσων καλών τους είχε κάνει κάποτε, απαιτούσε και να τους πηδάει τις γυναίκες πριν το γάμο. Και τις κόρες μόλις ενηλικιωθούν. Και να εισπράττει το μισό μισθό τους. Και να δουλεύουν 15 ώρες την ημέρα στα χωράφια. Και να του φιλούν το βρωμερό χέρι. Και να βγαίνει πάντοτε νικητής στο κυνήγι της αλεπούς.
Τέτοιος μαλάκας ήταν ο Γκούσταφσον, τέτοιοι μαλάκες ήταν και οι υπήκοοι του, που σαν από κόλλημα, κάθονταν και αποθέωναν σήμερα ένα αρχίδι συνταξιούχο Δούκα, που τους είχε κάνει την ζωή πατίνι και εκείνοι το μόνο που μπορούσαν να θυμηθούν από τις μέρες του ήταν τους Σμίθς να παίζουν "λάιβ" στο στάδιο που οι ίδιοι-και όχι αυτός- είχαν χτίσει και είχαν πετάξει καντήλες από το σκάψιμο μέχρι να το τελειώσουν.
**Αφιερωμένο στους μπλόγκερ που με τις μαλακίες τους μου χαρίζουν έμπνευση
Η χαρά του Γκούσταφσον κάθε φορά που άκουγε τα πλήθη να κραυγάζουν: "Λόρδε θεέ, πάρε το Δουκάτο, οεοεοε" δε συγκρίνονταν ούτε με τη χαρά που θα έκανε ο 7χρονος παρθένος παπαγάλος μου, αν έβρισκε γκόμενα. Ένα μικρό μειδίαμα εμφανίζονταν στο πρόσωπο του, φανερώνοντας για λίγο ότι, όχι, αυτός ο λόρδος δεν λειτουργεί με μπαταρίες, μα όλα αυτά μέχρι ο Λόρδος να καταπιεί το μειδίαμα καθώς και κάθε άλλη έκφραση που ενδεχομένως να αποκάλυπτε την ανθρώπινη υπόσταση του. Σε τελική ανάλυση του αρκούσε η αγάπη του λαού του, την οποία και φρόντιζε να διατηρεί ζωντανή.
Μόλις εκείνοι τον ξεχνούσαν, εκείνος φρόντιζε να τον ξαναθυμηθούν. Έκανε μια μικρή, πλην περιεκτική δήλωση, σχετικά με τις μέρες που διαφέντευε το δουκάτο του, υπενθύμιζε σε όλους ότι, τότε, οι πηγές ανάβλυζαν τσέρι, τα τραπέζια ήταν γεμάτα πλούσια εδέσματα, τα κρεβάτια έσφυζαν από πάθος και οι Σμίθς έπαιζαν τουλάχιστον μια φορά το τρίμηνο ζωντανά στο Ολυμπιακό στάδιο του Χωριού, που ο ίδιος έχτισε. Μετά από όλα αυτά δήλωνε ότι κουράστηκε να προσφέρει στους άλλους και επιθυμούσε πλέον να ασχοληθεί με τον εαυτό του, τον ευνούχο γάτο του και το κυνήγι της αγριόχηνας. Στην συνέχεια, έτριβε τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση και περίμενε να αρχίσουν και πάλι τα παρακάλια. "Λόρδε θεέ, πάρε το Δουκάτο, οεοεοε!"
Ο Λόρδος τρέφονταν από τη βλακεία των υπηκόων του, όπως ακριβώς τα βαμπίρ τρέφονται με το αίμα. Το μόνο που έκανε το πεθαμένο του πουλί να σηκώνεται ήταν οι κραυγές του πλήθους. Η αγάπη του κόσμου που ονειρεύονταν και πάλι τον Λόρδο να τους κυβερνά, ξεχνώντας ότι εκτός των όσων καλών τους είχε κάνει κάποτε, απαιτούσε και να τους πηδάει τις γυναίκες πριν το γάμο. Και τις κόρες μόλις ενηλικιωθούν. Και να εισπράττει το μισό μισθό τους. Και να δουλεύουν 15 ώρες την ημέρα στα χωράφια. Και να του φιλούν το βρωμερό χέρι. Και να βγαίνει πάντοτε νικητής στο κυνήγι της αλεπούς.
Τέτοιος μαλάκας ήταν ο Γκούσταφσον, τέτοιοι μαλάκες ήταν και οι υπήκοοι του, που σαν από κόλλημα, κάθονταν και αποθέωναν σήμερα ένα αρχίδι συνταξιούχο Δούκα, που τους είχε κάνει την ζωή πατίνι και εκείνοι το μόνο που μπορούσαν να θυμηθούν από τις μέρες του ήταν τους Σμίθς να παίζουν "λάιβ" στο στάδιο που οι ίδιοι-και όχι αυτός- είχαν χτίσει και είχαν πετάξει καντήλες από το σκάψιμο μέχρι να το τελειώσουν.
**Αφιερωμένο στους μπλόγκερ που με τις μαλακίες τους μου χαρίζουν έμπνευση
3 κουτουράδες:
παρολα αυτα, το κειμενο σου εχει εναν συμβολισμο που ειναι σατανικα συγχρονος.
Αγαπητέ κύριε Ίμπο,
Είπα στη Μαρούσκα να κάμει ένα πριντ στο παραμύθι σας για να μου το διαβάσει προ του ύπνου αλλά η απαγγελία της ήταν τραγική και δυσνόητος ένεκα των σπαστικών ελληνικών της. Το διάβασα λοιπόν μόνη μου και απεφάσισα πως μου αρέσει και μάλιστα πολύ παρόλο που δυστυχώς δεν προκαλεί υπνηλία.
Ενηγουέη, σας στέλνω ένα μικρό δωράκι για τον παπαγάλο σας, η παρουσία του οποίου ως κομπάρσου ήταν καθοριστική στον ρου της αφήγησης. Ελπίζω την επόμενη φορά να του δώσετε πρωταγωνιστικό ρόλο,
Σουσού
υγ Θα μου αποκαλύψετε κάποια στιγμή τους μούσους σας; Θαρρώ πως η έμπνευσίς μου με έχει εγκαταλείψει τελευταίως.
Κυρίες μου, χαίρομαι ιδιαιτέρως που ανακαλύψατε την ομορφιά που κρύβει ένα μεσαιωνικό κείμενο!
Ο Δούκας θα σας χαρίσει από μια μπέρτα!
Post a Comment